- ἀστραγάλων
- ἀστράγαλοςone of the vertebraemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κώος — (I) α, ο (AM Κῶος ῴα ον, αρσ. και Κώϊος) [Κως] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κω ή προέρχεται από την Κω νεοελλ. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κώος, η Κώα ο κάτοικος τής Κω ή αυτός που κατάγεται από την Κω αρχ. (ως προσηγορικό ουσ.) 1 … Dictionary of Greek
συναστραγαλίζω — Α παίζω το παιχνίδι τών αστραγάλων μαζί με άλλον, παίζω τα κότσια με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀστραγαλίζω «παίζω το παιχνίδι τών αστραγάλων» (< ἀστράγαλος)] … Dictionary of Greek
αστραγαλίζω — ἀστραγαλίζω (Α) παίζω το παιχνίδι των αστραγάλων … Dictionary of Greek
αστραγαλομαντεία — η η μαντεία με τη χρησιμοποίηση αστραγάλων, η πρόβλεψη του μέλλοντος ρίχνοντας τα κότσια … Dictionary of Greek
κακοβολώ — κακοβολῶ, έω (Α) (για το παιχνίδι τών αστραγάλων) ρίχνω χωρίς επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + βολῶ (< βολος < βάλλω), πρβλ. μακρο βολώ, πρωτο βολώ] … Dictionary of Greek
μολυβδώνω — (ΑΜ μολυβδώ, όω) [μόλυβδος] νεοελλ. επικαλύπτω, επενδύω κάτι εσωτερικά ή εξωτερικά με μόλυβδο, βαραίνω κάτι με την προσθήκη μολύβδου αρχ. παθ. μολυβδοῡμαι, όομαι α) λειώνω σαν μόλυβδος β) (για το παιγνίδι τών αστραγάλων) είμαι γεμάτος με μόλυβδο… … Dictionary of Greek
πολυόστεος — ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που έχει πολλά οστά 2. (για καρπούς) αυτός που έχει πολλούς σπόρους 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυόστεον η επάνω επιφάνεια τού ποδιού από τα δάχτυλα ώς τη συναρμογή των αστραγάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + όστεος (< ὀστοῦν / … Dictionary of Greek
στρόμπος — ο, Ν [στρόμβος] μαντίλι με κόμπο στη μια του άκρη με το οποίο ο νικητής στο παιχνίδι τών αστραγάλων χτυπά την παλάμη τών αντιπάλων του … Dictionary of Greek
φιλαστράγαλος — ον, Α αυτός που τού αρέσει το παιχνίδι τών αστραγάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀστράγαλος στον πληθ. «είδος παιχνιδιού»] … Dictionary of Greek
βασανιστήρια — Όρος με τον οποίο δηλώνονται όλες οι πράξεις βίας ή φυσικού καταναγκασμού στο σώμα του κατηγορουμένου, για να αποσπαστεί η ομολογία ενός εγκλήματος ή στο σώμα ενός μάρτυρα για να εξασφαλιστεί μια αληθοφανής κατάθεση. Άγνωστα στην αρχαία Αίγυπτο,… … Dictionary of Greek